- εξαγωνίζω
- εξαγώνισα, εξαγωνίστηκα, εξαγωνισμένος, μτβ., σχηματίζω εξάγωνο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξαγωνίζω — (Α) [εξάγωνον] σχηματίζω εξάγωνο … Dictionary of Greek
ἑξαγωνίζει — ἑξαγωνίζω to bein sextile aspect pres ind mp 2nd sg ἑξαγωνίζω to bein sextile aspect pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαγωνισθῇ — ἑξαγωνίζω to bein sextile aspect aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαγωνίζων — ἑξαγωνίζω to bein sextile aspect pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)